
Ποιος είδε τον Κρόνο και δεν τον φοβήθηκε! Κάθε φορά που η γυναίκα του, η Ρέα, γεννούσε ένα παιδί τους, εκείνος το καταβρόχθιζε αμάσητο. Μάταια η σύζυγός του τον παρακαλούσε να μην το κάνει. Εκείνος φοβόταν έναν χρησμό που έλεγε πως ένας από τους απογόνους του θα του έπαιρνε τον θρόνο και θα γινόταν άρχοντας του κόσμου. Είδε και απόειδε η δύστυχη Ρέα και αποφάσισε να ταξιδέψει στην Κρήτη για να γεννήσει εκεί το έκτο τους παιδί. Όταν επέστρεψε στο σπιτικό τους, αντί για μωρό, έδωσε στον άντρα της να φάει μια πέτρα τυλιγμένη με πανιά. Για καλή της τύχη, παρά το δύσπεπτο γεύμα, ο Κρόνος ξεγελάστηκε και έμεινε ήσυχος πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Την ίδια στιγμή όμως, ο μικρός Δίας μεγάλωνε χαρούμενος και ξένοιαστος. Χάρη στη φροντίδα που έλαβε από τις Νύμφες και με τη βοήθεια του δυναμωτικού γάλακτος που έπινε από μια κατσίκα, την Αμάλθεια, έγινε ολόκληρος άντρας. Όπως ήταν φυσικό λοιπόν, όταν έμαθε την αλήθεια για τον πατέρα του, πήρε τον δρόμο για το πατρικό του με σκοπό να φέρει ξανά στη ζωή τα αδέλφια του και να γίνει ο αρχηγός των θεών και των ανθρώπων. Και τα κατάφερε, αλλά οι μάχες δεν σταμάτησαν εκεί. Στη συνέχεια, απελευθέρωσε τους Κύκλωπες από τα Τάρταρα και εκείνοι του έδωσαν ως ανταμοιβή τον κεραυνό, ένα πανίσχυρο όπλο, που αποτέλεσε ένα από τα σύμβολά του. Με τη βοήθεια του κεραυνού, αλλά και με τη συμβολή των υπόλοιπων θεών πάλεψε με τους Τιτάνες και τους Γίγαντες, κερδίζοντας κάθε μάχη. Σαν περήφανος αετός, που ήταν και το δεύτερο σύμβολό του, έγινε ο ρυθμιστής του ουρανού και ο πιο δυνατός από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Παντρεύτηκε την Ήρα και μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά, ενώ ο ίδιος υπήρξε πατέρας πολλών ακόμη παιδιών με άλλες θεές και θνητές. Οι ξένοι τον είχαν για προστάτη και γι΄αυτό του δόθηκε ο χαρακτηρισμός «Ξένιος Ζεύς», γεγονός που τον έκανε προστάτη της φιλοξενίας. Ο άνεμος, τα σύννεφα, η βροχή και όλα τα καιρικά φαινόμενα υπάκουαν σε αυτόν. Μέσα από πολλές περιπέτειες και ανδραγαθήματα, ο Δίας κατάφερε να ανακηρύχθεί ο πρώτος των θεών, ο ισχυρός άρχοντας του κόσμου, που όλοι τον έτρεμαν και τον σέβονταν.

Θεός της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών και του υγρού στοιχείου γενικότερα, ο Ποσειδώνας, γιος του Κρόνου και της Ρέας, ζούσε μαζί με τη γυναίκα του, Αμφιτρίτη, πότε στο τεράστιο παλάτι που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος στον Όλυμπο και πότε σε ένα παλάτι στο βυθό της θάλασσας. Δύο μεγάλοι ιππόκαμποι φρουρούσαν την είσοδο του μεγαλόπρεπου υποθαλάσσιου οικήματος, ενώ το εσωτερικό του ήταν στολισμένο με πανέμορφα κοράλια, αστραφτερά διαμάντια και σπάνια κοχύλια. Όταν ο θεός ετοιμαζόταν να βγει από το υγρό του σπίτι, φορούσε τον γαλάζιο του χιτώνα, έπαιρνε στο χέρι του την πολύτιμη τρίαινά του, ανέβαινε στο χρυσό του άρμα που το έσερναν δυνατά άλογα και διέσχιζε τα νερά έχοντας συντροφιά του γοργόνες, δελφίνια, χρυσόψαρα και πολλές θαλάσσιες θεότητες. Όταν θύμωνε, χρησιμοποιούσε τη χρυσή του τρίαινα και ανακάτευε τη θάλασσα σαν να βυθίζει κουτάλα μέσα σε κατσαρόλα με μακαρόνια που βράζουν, προκαλώντας μεγάλες τρικυμίες. Για αυτόν τον λόγο οι ναυτικοί προσπαθούσαν πάντα να τον έχουν με το μέρος τους και κάθε φορά που επρόκειτο να ξεκινήσουν ένα ταξίδι, έκαναν προς τιμήν του σπονδές και θυσίες. Με το φοβερό του όπλο όμως, ο Ποσειδώνας μπορούσε επίσης να γαληνεύει τα νερά, να φέρνει την ηρεμία στις θαλάσσιες διαδρομές ή ακόμη και να δημιουργεί νέα νησιά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που και οι ψαράδες επικαλούνταν το όνομά του για να τους ευλογήσει και να έχουν καλή ψαριά. Ο ιερός αριθμός του ήταν το οχτώ και οι άνθρωποι τού αφιέρωναν την όγδοη μέρα κάθε μήνα. Μερικά ακόμη σύμβολά του ήταν το δελφίνι, ο ταύρος και το άλογο. Λένε μάλιστα πως αυτός ήταν που εξημέρωσε τα άλογα και γι’ αυτό τον λόγο και τον τιμούσαν συχνά με ιπποδρομίες. Ο πιο διάσημος ναός αφιερωμένος στον θεό Ποσειδώνα χτίστηκε στο Σούνιο. Στο εσωτερικό του του υπήρχε ένα άγαλμά του που έφτανε τα έξι μέτρα ύψος. Σήμερα όμως, όποιος επισκεφθεί το συγκεκριμένο μέρος θα δει μόνο ερείπια, καθώς ο ναός έχει καταστραφεί. Παρ΄ όλα αυτά, βωμοί και ιερά του Ποσειδώνα υπήρχαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας, φανερώνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη του κόσμου προς τον συγκεκριμένο θεό.

Αν πηγαίνατε μαζί σχολείο, θα ήταν η αγαπημένη σου συμμαθήτρια. Με τις γνώσεις και την ευστροφία της θα ήταν πολύτιμη βοηθός και συμπαραστάτριά σου, ενώ στη σάκα της σίγουρα θα φιγουράριζε μια κουκουβάγια, που αποτελούσε το σύμβολό της. Ο λόγος για τη θεά Αθηνά, προστάτιδα της σοφίας, της στρατηγικής, του πολέμου και της ειρήνης. Πατέρας της ήταν ο Δίας και μητέρα της η Μήτις, η οποία όμως δεν πρόλαβε να δει την κόρη της να γεννιέται. Από φόβο μήπως εκπληρωθεί ένας χρησμός που προέβλεπε ότι η Μήτις θα γεννούσε έναν τόσο δυνατό γιο που θα γινόταν βασιλιάς των θεών, ο Δίας κατάπιε τη γυναίκα του και μαζί το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Σύντομα όμως, αισθάνθηκε ανυπόφορους πονοκεφάλους, από τους οποίους δεν μπορούσε να ησυχάσει. Τη λύση έδωσε ο Ήφαιστος, που με ένα σφυρί χτύπησε το κεφάλι του Δία και αμέσως εμφανίστηκε μπροστά τους η θεά Αθηνά, φορώντας τη στολή της, την περικεφαλαία της και κρατώντας μια ασπίδα από δέρμα κατσίκας, την αιγίδα. Αμέσως, πέταξε τα όπλα της στα πόδια του Δία, δείχνοντας την υποταγή της σε αυτόν και έγινε η αγαπημένη του κόρη. Την ίδια καλή σχέση όμως, δεν είχε με τον Ποσειδώνα, με τον οποίο συγκρούστηκαν για το ποιος από τους δύο θα γινόταν προστάτης της πόλης της Αθήνας. Οι κάτοικοι της περιοχής θα έβγαζαν νικητή αυτόν που θα πρόσφερε στην πόλη το πιο ωραίο δώρο. Χτύπησε τότε ο θεός της θάλασσας με την τρίαινά του μία πλευρά ενός λόφου και ξεπήδησε άφθονο νερό. Οι Αθηναίοι εντυπωσιάστηκαν, αλλά όταν το δοκίμασαν, διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να το πιουν γιατί ήταν πολύ αλμυρό. Η Αθηνά από την άλλη πλευρά, χτύπησε το δόρυ της στο έδαφος και αμέσως φύτρωσε μία περήφανη ελιά γεμάτη καρπούς. Οι κάτοικοι ενθουσιάστηκαν με το δώρο της, αφού με τη βοήθειά του θα μπορούσαν να έχουν τροφή, λάδι και ξυλεία. Έτσι, έδωσαν στην πόλη τους το όνομα της θεάς και της αφιέρωσαν έναν σπουδαίο ναό, τον Παρθενώνα. Τέλος, για να την τιμήσουν, οργάνωναν κάθε τέσσερα χρόνια μια μεγάλη δεκαήμερη γιορτή προς τιμήν της, τα Παναθήναια, που περιελάμβανε αγώνες, χορούς και λαμπαδηδρομίες.

Η πιο όμορφη από όλες τις θεές γεννήθηκε μέσα από τους αφρούς της θάλασσας, γι’ αυτό και πήρε το όνομα Αφροδίτη. Τα Κύθηρα ήταν το πρώτο μέρος που τη φιλοξένησε, ενώ στη συνέχεια η αέρινη μορφή της ταξίδεψε στην Κύπρο, όπου η φύση την υποδέχτηκε, σκορπίζοντας ολόγυρα μεθυστικά αρώματα από πολύχρωμα λουλούδια. Οι Ώρες, που ήταν οι εποχές του χρόνου, ανέλαβαν να τη στολίσουν με γυαλιστερά φορέματα, σμαραγδένια κοσμήματα και μία πολύτιμη πόρπη στα μεταξωτά μαλλιά της. Όταν την παρουσίασαν στους θεούς, όλοι έμειναν έκπληκτοι από την απαράμιλλη ομορφιά της και ήθελαν να την παντρευτούν. Εκείνη συνήθιζε να τριγυρίζει και να σκορπά τον έρωτα στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι έκανε και με τον Πάρη, τον γιο του βασιλιά της Τροίας, και έδωσε την αφορμή για την έναρξη του Τρωικού πολέμου. Όλα ξεκίνησαν όταν η Έριδα, η θεά της φιλονικίας, θύμωσε, επειδή δεν την κάλεσαν στον γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας. Γεμάτη οργή έριξε ανάμεσα στην Αθηνά, την Ήρα και την Αφροδίτη ένα μήλο με την επιγραφή “στην ομορφότερη”, κάνοντας τις τρεις θεές να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποια θα το πάρει. Τότε ο Δίας ανέθεσε στον Πάρη να αποφασίσει ποια το άξιζε περισσότερο. Επειδή όμως ο νέος ήταν αναποφάσιστος, οι θεές του πρόσφεραν δώρα για να μπορέσουν να τον πείσουν. Η Αθηνά του υποσχέθηκε σοφία και επιτυχία στις μάχες, αν την επέλεγε. Η Ήρα του πρόσφερε τη δυνατότητα να γίνει βασιλιάς της Ασίας και της Ευρώπης, ενώ η Αφροδίτη τού είπε πως θα γέμιζε την καρδιά της ομορφότερης γυναίκας του κόσμου με αγάπη και έρωτα για εκείνον. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν άλλη από την ωραία Ελένη, σύζυγο του αρχηγού των Αχαιών, Μενέλαου. Ο Πάρης έδωσε το μήλο στη θεά της ομορφιάς και η Αφροδίτη τήρησε την υπόσχεσή της, βοηθώντας τους δύο ερωτευμένους νέους να κλεφτούν και να φύγουν μαζί για την Τροία. Έτσι, οι Αχαιοί ξεκίνησαν μια μεγάλη εκστρατεία για να πάρουν πίσω την ωραία Ελένη και να την επιστρέψουν στον Μενέλαο, ενώ η Αφροδίτη επιβεβαίωσε με περίτρανο και αξέχαστο τρόπο τον χαρακτηρισμό της ως θεά του έρωτα.

Αρχές του Τρωικού πολέμου. Τα πλοία των Αχαιών είναι ακινητοποιημένα. Δεν μπορούν να βγουν στη θάλασσα γιατί για μέρες δεν πνέει ούρειος άνεμος. Οι στρατιώτες, με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, είναι απαρηγόρητοι. Πώς θα ξεκινήσουν για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους χωρίς τη βοήθεια των ανέμων; Μα, έρχεται η πληροφορία από τον μάντη Κάλχα. Εκείνη που κρατά τους ανέμους και δεν τους αφήνει να φυσήξουν είναι η Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού. Πριν από μερικά χρόνια, ο Αγαμέμνονας μπήκε κατά λάθος σε ένα άλσος της θεάς και σκότωσε ένα ιερό της ελάφι. Εξοργισμένη η θεά, η οποία τάσσεται με την πλευρά των Τρώων, δεν ξεχνά αυτό το περιστατικό και ενημερώνει πως θα δώσει τέλος στην άπνοια, μόνο αν ο αρχηγός των Αχαιών επανορθώσει για το μεγάλο του σφάλμα. Ζητά λοιπόν, κάτι πραγματικά απάνθρωπο. Ο Αγαμέμνονας πρέπει να θυσιάσει το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, την κόρη του Ιφιγένεια. Τι δίλημμα για τον δυνατό άντρα! Να σκεφτεί το καλό του στρατού του ή να προτιμήσει να σώσει το σπλάχνο του; Με πόνο ψυχής αποφασίζει το πρώτο. Δακρύζοντας και με αργά βήματα, ο γενναίος αρχιστράτηγος οδηγεί τη νεαρή κοπέλα στο θυσιαστήριο. Όμως, την ώρα της θυσίας, ένα αόρατο χέρι αρπάζει την Ιφιγένεια και στη θέση της τοποθετεί ένα ελάφι. Είναι η Άρτεμις, που παίρνει κοντά της το κορίτσι και το χρίζει ιέρεια του ναού της στη χώρα των Ταύρων. Αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά περιστατικά που αποκαλύπτουν τον σκληρό και αδάμαστο χαρακτήρα της θεάς, η οποία από πολύ μικρή είχε δείξει τον δυναμισμό της. Βρέφος ήταν ακόμη, όταν βοήθησε τη μητέρα της Λητώ να γεννήσει τον δίδυμο αδελφό της, Απόλλωνα, και από τότε σπάνια επισκεπτόταν τον Όλυμπο. Συνήθιζε να τριγυρνά στα δάση και να κολυμπά στους ποταμούς, παρέα με τις όμορφες Νύμφες, που τους μάθαινε να προσέχουν και να σέβονται το περιβάλλον. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ελάφια και τις αρκούδες, αλλά όλα τα ζώα ανεξαιρέτως την υπάκουαν και ένιωθαν προστατευμένα κοντά της. Με το τόξο, τη φαρέτρα, το ελάφι και το μισοφέγγαρο ως σύμβολά της, η Άρτεμις ζούσε πάντα μια ζωή μοναχική αλλά απόλυτα αφιερωμένη στη φύση.

Κουρασμένη από τις δουλειές του σπιτιού, η μητέρα του θεού Ερμή, η Μαία, βγήκε για λίγο στην αυλή για να την φυσήξει ο καθαρός αέρας. Κάθισε κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και αγνάντευε ήρεμη τον γαλανό ουρανό, ώσπου ξαφνικά ακούστηκε πίσω της μια απαλή μουσική που συνοδευόταν από ένα γέλιο μωρού. Ήταν ο νεογέννητος γιος της που είχε βγει από την κούνια του και κρατούσε στα απαλά του χεράκια ένα περίεργο αντικείμενο. Η Μαία πλησίασε και είδε πως αυτό ήταν μια λύρα, φτιαγμένη από καύκαλο χελώνας και έντερα προβάτου για χορδές. Αμέσως κατάλαβε πως ο μικρός Ερμής το είχε φτιάξει μόνος του όση ώρα η ίδια ξεκουραζόταν έξω από το σπίτι. Από τότε τα απίστευτα περιστατικά με πρωταγωνιστή αυτόν τον πονηρό θεό δεν είχαν τελειωμό. Μια μέρα, ενώ έψαχνε στα λιβάδια της Πιερίας να βρει τροφή, είδε από μακριά τα πενήντα βόδια του θεού Απόλλωνα να βόσκουν αμέριμνα κάτω από τον καυτό ήλιο. Χωρίς να χάσει καιρό τα πλησίασε και τα έκλεψε. Όταν ο θεός της θάλασσας έμαθε τι είχε συμβεί, θύμωσε τόσο πολύ που παραλίγο να σπάσει την πολύτιμη τρίαινά του. Βλέποντας ο Δίας ότι οι δύο θεοί θα μάλωναν πολύ άσχημα μεταξύ τους, αποφάσισε να τους μονοιάσει. Τους κάλεσε λοιπόν στον Όλυμπο για να συζητήσουν. Ο Απόλλωνας ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε να ακούσει λέξη από τον θρασύτατο κλέφτη. Ο Ερμής όμως, αντί να μιλήσει, πήρε τη λύρα του και έπαιξε έναν μελωδικό σκοπό που έκανε τον Απόλλωνα να μαγευτεί, να ηρεμήσει και να του χαρίσει τα βόδια που είχε κλέψει. Ο Δίας θαύμασε την εξυπνάδα και την πονηριά του Ερμή και σκέφτηκε ότι θα του ήταν πολύ χρήσιμος. Του έδωσε λοιπόν μία ράβδο με φτερά που είχε φίδια τυλιγμένα γύρω της, φτερωτά σανδάλια που του έδιναν τη δυνατότητα να πετάει και τον ανακήρυξε αγγελιαφόρο των θεών, αναθέτοντάς του τις πιο σημαντικές και απόρρητες αποστολές. Στη συνέχεια, ο Ερμής επιλέχθηκε από τον Πλούτωνα για να γίνει οδηγός των ψυχών στον Άδη και έτσι έγινε γνωστός ως ο θεός που μπορούσε με την ίδια ευκολία να τριγυρνά στον Ουρανό, τη Γη και τον Κάτω Κόσμο.

Ένας μικρός περίπατος στην αρχαία Ελλάδα θα ήταν αρκετός για να διαπιστώσουμε ποιος ήταν ο πιο αντιπαθής θεός. Ο Άρης υπήρξε εκείνη η θεότητα, την οποία θεοί και άνθρωποι μισούσαν και για την οποία χτίστηκαν οι λιγότεροι ναοί στην αρχαιότητα. Και όχι άδικα. Γιατί ποιος άνθρωπος θα έμπαινε στη διαδικασία να αφιερώσει ναό σε έναν θεό που ο μόνος του σκοπός ήταν να πολεμάει και να σπέρνει το μίσος στις καρδιές των ανθρώπων;! Γιος του Δία και της Ήρας, πήρε το όνομά του από το «αίρειν» ή τη λέξη «αρά» που σημαίνει «βλάβη». Ήταν ο θεός των πολεμικών συγκρούσεων και μερικά από τα επίθετα που του είχαν προσδώσει ήταν «ανδροφόνος», «οπλοχαρής», «φιλαίματος» και «δακρυγόνος». Τα όπλα του ήταν χάλκικα, ενώ κρατούσε ως σύμβολα την ασπίδα και το δόρυ του. Συνήθως πολεμούσε πεζός, αλλά υπήρχαν και φορές που εμφανιζόταν πάνω σε άρμα, που το έσερναν τρομακτικά άλογα. Τα μακριά του μαλλιά ανέμιζαν, έβγαζε φλόγες από τα μάτια του και η βροντερή του φωνή τράνταζε τους τόπους από τους οποίους περνούσε. Συντρόφους του του είχε την αδελφή του Έριδα, που το όνομά της σήμαινε Διχόνοια, τη θεά του πολέμου Ενυώ και τους γιους του Φόβο και Δείμο. Μία φορά στη ζωή του όμως προσπάθησε να φερθεί δίκαια μέσα από τη σκληρότητά του. Ο Άρης είχε μια μονάκριβη κόρη, την Αλκίππη. Ένας γιος του Ποσειδώνα, ο Αλιρρόθιος, την ερωτεύτηκε παράφορα αλλά εκείνη δεν ήθελε να τον αγαπήσει. Τότε αυτός, τυφλωμένος από το πάθος του, της έκανε μεγάλο σωματικό κακό. Μόλις ο Άρης έμαθε το γεγονός, σκότωσε τον νεαρό στους πρόποδες της Ακρόπολης. Ο Ποσειδώνας, στεναχωρημένος και εξοργισμένος, ζήτησε να γίνει δικαστήριο των θεών και ο Άρης να καταδικαστεί ως δολοφόνος. Οι θεοί όμως, λειτούργησαν με σοφία και αποφάσισαν να αθωώσουν τον κατηγορούμενο θεό. Η συνεδρίαση έγινε πάνω σε έναν λόφο στην περιοχή της Ακρόπολης. Από τότε ο λόφος αυτός ονομάστηκε Άρειος Πάγος, γιατί «πάγος» στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε «βράχος». Επίσης, ίδιο όνομα έχει το ανώτατο δικαστήριο της Ελλάδας στη σύγχρονη εποχή, θυμίζοντάς μας μέχρι σήμερα τον πολεμοχαρή θεό και τις σκληρές πράξεις του.

Ο Διόνυσος είναι ο μοναδικός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που γεννήθηκε όχι μία, αλλά δύο φορές. Η μητέρα του, Σέμελη, όταν ήταν ακόμη έγκυος, ζήτησε από τον πατέρα του, Δία, να εμφανιστεί μπροστά της με όλη του τη δόξα. Ο Δίας την προειδοποίησε πως κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Αυτή επέμεινε και ο βασιλιάς των θεών έδειξε όλη του τη δύναμη, εκπέμποντας τόσο έντονο φως, που η άτυχη γυναίκα έχασε τη ζωή της. Τότε, ο Δίας πήρε το έξι μηνών βρέφος, το έραψε στον μηρό του και σε εννιά μήνες ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε και έγινε ο αγαπημένος θεών και ανθρώπων. Από τον πατέρα του έμαθε πώς να καλλιεργεί αμπέλια και να παράγει κρασί. Αυτή την τέχνη τη δίδαξε και στους ανθρώπους. Του άρεσε να τριγυρνά από τόπο σε τόπο και να γλεντάει μαζί με τον κόσμο. Λόγω της μεγάλης του φήμης, διοργανώνονταν προς τιμή του τα Μικρά και τα Μεγάλα Διονύσια, δύο γιορτές που περιελάμβαναν αθλητικούς αγώνες και μουσικοχορευτικά γλέντια με φαγητό και ποτό. Μια μέρα όμως, η ζωή επεφύλασσε στον Διόνυσο μια δυσάρεστη έκπληξη. Στο δρόμο του για τη Νάξο ζήτησε από κάποιους πειρατές να τον μεταφέρουν με το πλοίο τους. Έτσι και έγινε. Καθώς έπλεαν όμως, οι αδίστακτοι άντρες θεώρησαν πως ο νεαρός ήταν αρχοντόπουλο και πως θα μπορούσαν να βγάλουν πολλά χρήματα αν τον πουλούσαν ως σκλάβο. Έτσι, αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς την Ασία. Για κακή τους τύχη, ο Διόνυσος αντιλήφθηκε τα σκοτεινά τους σχέδια και, ως θεός που ήταν, σκέπασε όλο το πειρατικό καράβι με ένα τεράστιο κλήμα, ενώ ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι. Την ίδια στιγμή, το καράβι γέμισε από κρασί που έρεε και ζάλιζε τους πειρατές. Όλοι οι άντρες έπεσαν στη θάλασσα για να γλυτώσουν και μόλις τους τύλιξαν τα αλμυρά νερά, μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια. Μάλιστα λένε πως τα δελφίνια είναι εκείνοι οι πειρατές που μετάνιωσαν γα την πράξη τους και γι’ αυτό συμπεριφέρονται πάντα πολύ φιλικά στους ανθρώπους που κάνουν θαλάσσια ταξίδια. Από εκείνο το περιστατικό και έπειτα, ο θεός του κρασιού και της διασκέδασης ανέβηκε στον Όλυμπο οριστικά και έζησε μαζί με τους υπόλοιπους θεούς ήρεμος και χαρούμενος.

«Τι; Πώς; Δεν είναι δυνατόν! Πόσο παραμορφωμένο μωρό είναι αυτό!» φώναξε έντρομη η Ήρα, όταν της έφεραν να κρατήσει στην αγκαλιά της το τελευταίο της παιδί, τον νεογέννητο Ήφαιστο. Η άκαρδη μητέρα ντράπηκε για την άσχημη όψη του ίδιου της του παιδιού και χωρίς να το σκεφτεί το πέταξε από τον Όλυμπο κάτω στη θάλασσα. Από την πτώση, ο μικρός θεός έσπασε το ένα του πόδι και για όλη την υπόλοιπη ζωή του ήταν αναγκασμένος να κουτσαίνει και να θυμάται τη σκληρή στάση της μητέρας του. Παρ’ όλα αυτά, έγινε ο θεός τη φωτιάς και της μεταλλουργίας και έστησε το πρώτο του εργαστήριο στο βυθό της θάλασσας, φτιάχνοντας εκπληκτικά μεταλλικά αντικείμενα που συχνά τα δώριζε σε θεούς και ανθρώπους. Ένα τέτοιο δώρο ετοίμασε μια μέρα για τη γιορτή της Ήρας και το πήγε στο ιερό βουνό. Επρόκειτο για έναν υπέρλαμπρο θρόνο από αληθινό χρυσάφι με σκαλισμένες πάνω του τις μορφές των ολύμπιων θεών. To δώρο θάμπωσε τη βασίλισσα του Ολύμπου και την έκανε με χαρά να σπεύσει να καθίσει πάνω του. Αφού απόλαυσε την άνεση και την πολυτέλεια της νέας της θέσης, η Ήρα προσπάθησε να σηκωθεί από αυτήν, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Κάτι την κρατούσε δεμένη εκεί. «Εγώ μάγεψα τον θρόνο, μητέρα. Είναι η τιμωρία σου γιατί μου συμπεριφέρθηκες άδικα, όταν γεννήθηκα.» φώναξε πικραμένος ο Ήφαιστος και πήγε να φύγει από το παλάτι. Όλοι οι θεοί έτρεξαν ξοπίσω του και τον παρακαλούσαν να συγχωρέσει την Ήρα και να λύσει τα μάγια. Μάταια όμως. Ο νεότερος όλων των θεών δεν άλλαζε γνώμη και έφυγε για το αγαπημένο του νησί, τη Λήμνο. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Διόνυσος, που με τα γνωστά του τεχνάσματα κατάφερε να τον μεθύσει και να τον πείσει να επιστρέψει στον Όλυμπο. Όμως, όταν ο Ήφαιστος έφτασε μπροστά στους γονείς του, ανακοίνωσε πως ο μόνος τρόπος για να ελευθερώσει τη μητέρα του ήταν να του δώσουν για γυναίκα του την Αφροδίτη, την πιο όμορφη από όλες τις θεές. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ο Δίας εκπλήρωσε την επιθυμία του γιου του. Έτσι, η Ήρα απελευθερώθηκε από τα δεσμά της και ο Ήφαιστος με την Αφροδίτη έγιναν ένα από τα πιο αναπάντεχα ζευγάρια στην ελληνική μυθολογία.

“Να προσέχεις το κοπάδι σου σαν το μάτι σου” συνήθιζε να λέει ο Ποσειδώνας στον γιο του Πολύφημο, που ήταν μονόφθαλμος και ο πιο άγριος από όλους τους Κύκλωπες. Όχι ότι οι υπόλοιποι ήταν καλύτεροι σε συμπεριφορά. Είχαν όλοι τους τεράστια δύναμη, ήταν όχι ιδιαίτερα έξυπνοι και αντιπαθούσαν τις συναναστροφές με κόσμο. Ζούσαν στα βουνά και βοσκούσαν γίδες και πρόβατα για να ζήσουν. Ο Πολύφημος όμως, έμελλε να γίνει ο πιο ξακουστός λόγω της μοιραίας του συνάντησης με τον Οδυσσέα, ο οποίος σε μία από τις περιπλανήσεις του σταμάτησε στην περιοχή του. Μαζί με δώδεκα συντρόφους του έφτασαν σε μια σπηλιά και, πεινασμένοι καθώς ήταν, έμειναν έκθαμβοι μπροστά στο γάλα και το τυρί που βρίσκονταν στο εσωτερικό. Σε λίγη ώρα η γη σείστηκε και στη σπηλιά μπήκε ο τεράστιος Πολύφημος κλείνοντας πίσω του την είσοδο με μια τεράστια πέτρα. Ο Οδυσσέας σύντομα κατάλαβε πως ο νέος του “φίλος” μόνο φιλόξενος δεν ήταν αφού δεν άργησε να καταβροχθίσει δύο από τους συντρόφους του εκείνη τη στιγμή και άλλους δύο το επόμενο πρωί. Το βράδυ δύο ακόμη από τους άμοιρους συντρόφους κατέληξαν στην κοιλιά του γίγαντα. Ο πολυμήχανος άντρας σκέφτηκε να τυφλώσει τον Κύκλωπα με ένα πυρωμένο χοντρό ξύλο και έβαλε σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιο. “Με λένε Κανένα” συστήθηκε, ενώ κερνούσε κρασί τον οικοδεσπότη μέχρι που τον μέθυσε. Ο Κύκλωπας ζαλισμένος έπεσε για ύπνο και μόλις ο Οδυσσέας και οι εναπομείναντες σύντροφοί του κάρφωσαν το ξύλο στο μάτι του, ο Πολύφημος σηκώθηκε και φώναζε σε βοήθεια. “Σώστε με! Με τύφλωσε ο Κανένας!” έλεγε και ξανάλεγε, αλλά οι υπόλοιποι Κύκλωπες τον πέρασαν για τρελό. “Πώς γίνεται να τον τύφλωσε κανένας!” είπαν μεταξύ τους και δεν πλησίασαν. Το πρωί ο Πολύφημος τράβηξε τον βράχο που έκλεινε την είσοδο της σπηλιάς και με τα χέρια του προσπάθησε να πιάσει τους εισβολείς. Μάταια όμως! Εκείνοι είχαν δεθεί κάτω από τις κοιλιές των γιγάντιων προβάτων του και βγήκαν έξω από τη σπηλιά, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι. Έτρεξαν γρήγορα στο πλοίο τους και σαλπάρησαν. Όταν ο Πολύφημος συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, άρπαξε την κορυφή ενός βουνού και την έριξε προς το μέρος τους, χωρίς να καταφέρει να τους πετύχει. Ο Οδυσσέας τότε του αποκάλυψε το πραγματικό του όνομα, και ο Πολύφημος ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση με τη βοήθεια του πατέρα του, που έστειλε φουρτούνες και τρικυμίες στην περιπετειώδη διαδρομή του Οδυσσέα.

Όλος ο αρχαίος κόσμος μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον πιο σπουδαίο εφευρέτη της Αθήνας, τον Δαίδαλο. Αλλά και ο ίδιος είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια για τον εαυτό του. Γέμιζε με ικανοποίηση που τις εφευρέσεις του τις θαύμαζαν θεοί και άνθρωποι, αλλά δεν άντεχε τον ανταγωνισμό. Ούτε καν από τον ίδιο του τον ανιψιό, ο οποίος είχε μαθητεύσει κοντά του. Από μεγάλη ζήλια και φόβο μήπως ο ανιψιός του γίνει πιο διάσημος από αυτόν, ο Δαίδαλος τον έσπρωξε από την Ακρόπολη. Φοβισμένος και για να γλυτώσει από την τιμωρία κατέφυγε στην Κρήτη. Εκεί γνωρίστηκε με τον βασιλιά της, τον Μίνωα, ο οποίος του ανέθεσε να φτιάξει ένα οικοδόμημα για να φυλακίσει μέσα τον τρομερό Μινώταυρο. Ο Δαίδαλος σχεδίασε τον λαβύρινθο, ένα κτίριο με πολλούς στενούς διαδρόμους και περάσματα που μπέρδευαν όποιον έμπαινε μέσα και δεν τον άφηναν να βρει την έξοδο. Ο βασιλιάς έμεινε πολύ ευχαριστημένος από το δημιούργημα του εφευρέτη. Φοβήθηκε όμως πως υπήρχε πιθανότητα ο Δαίδαλος να πάει σε άλλα μέρη και να φτιάξει ακόμη πιο εντυπωσιακά κτίρια. Γι’ αυτό διέταξε να φυλακίσουν άμεσα αυτόν και τον γιο του, τον Ίκαρο. Ο έξυπνος πατέρας όμως, σκέφτηκε πως οι δυο τους θα μπορούσαν να αποδράσουν πετώντας. Έτσι, έφτιαξε δύο ζευγάρια από φτερά, στα οποία κόλλησε πούπουλα με κερί. “Πρόσεξε γιε μου. Μην πετάς πολύ ψηλά, γιατί υπάρχει περίπτωση τα φτερά να λιώσουν από τον ήλιο. Μην πετάς ούτε πολύ χαμηλά, επειδή τότε τα φτερά θα βραχούν από τη θάλασσα, θα βαρύνουν και πέσεις” συμβούλεψε τον Ίκαρο λίγο πριν πετάξουν. Σύντομα, πατέρας και γιος ξεκίνησαν το ουράνιο ταξίδι τους, αφήνοντας πίσω το νησί της Κρήτης και τη σκοτεινή τους φυλακή. Χαρούμενοι και ξένοιαστοι πετούσαν προς την ελευθερία, αλλά ο Ίκαρος δεν συνειδητοποίησε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά από τον πατέρα του και είχε φτάσει κοντά στον ήλιο. Τα φτερά του άρχισαν να λιώνουν. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη θάλασσα, δίπλα σε ένα μικρό νησί. Ο Δαίδαλος συγκλονισμένος και στεναχωρημένος κατέβηκε, πήρε το νεκρό σώμα του γιου του και το έθαψε στην παραλία. Από τότε, το νησί αυτό ονομάστηκε Ικαρία και η θάλασσα γύρω του Ικάριο Πέλαγος.

Αν μας ρωτήσει κάποιος πώς είναι ο κόσμος που μας περιβάλλει, τότε στο μυαλό μας θα φέρουμε έναν σφαιρικό γαλαζοπράσινο πλανήτη και γύρω από αυτόν πλήθος άλλων πλανητών και αστεριών. Οι αρχαίοι Έλληνες όμως, πίστευαν ότι ο κόσμος είναι ένα πολύ μεγάλο κτίριο με θεμέλια, κολόνες και οροφή. Αυτό το κτίριο του κόσμου θεωρούσαν πως στηρίζεται στους ώμους ενός πολύ δυνατού άντρα, που τον έλεγαν Άτλαντα. Το όνομά του σήμαινε “σταθερός”, “ανθεκτικός”, “αυτός που υπομένει τα πάντα”. Όμως, η απόφαση να κουράζεται και να ταλαιπωρείται δεν ήταν δική του. Ο Δίας ήταν αυτός που του ανέθεσε τη δύσκολη αυτή αποστολή ως τιμωρία, επειδή κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας ο Άτλαντας δεν πήρε το μέρος των θεών, αλλά των Τιτάνων. Έτσι, με το βαρύ φορτίο στους ώμους του, ο γιος του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, στεκόταν υπομονετικά για χρόνια ολόκληρα στην κορυφή ενός βουνού της Αφρικής. Από εκεί πέρασε κάποτε ο φημισμένος Ηρακλής, γιατί ταξίδευε προς τη χώρα των Εσπερίδων, προκειμένου να πάρει τα χρυσά τους μήλα και να τα παραδώσει στον ξάδελφό του, τον Ευρυσθέα. Ο Άτλαντας προσφέρθηκε να πάει ο ίδιος και να εκτελέσει αυτόν τον απαιτητικό άθλο, με την προϋπόθεση ο ουράνιος θόλος να μείνει για λίγο στους ώμους του Ηρακλή. Έτσι και έγινε. Όταν όμως ο Άτλαντας επέστρεψε στο βουνό, κουβαλώντας τα χρυσά μήλα, δεν ήθελε να κρατήσει και πάλι αυτό το τεράστιο βάρος. «Εντάξει. Σύμφωνοι.» του είπε ο Ηρακλής. «Βοήθησέ με όμως, σε παρακαλώ, να μπορέσω να σταθώ πιο σωστά, για να κρατήσω τον κόσμο κάπως καλύτερα». Ο Άτλαντας άφησε τον σάκο με τα πολύτιμα φρούτα και έκανε αυτό που του ζήτησε ο ρωμαλέος ήρωας. Τότε όμως, ο έξυπνος Ηρακλής έσπρωξε όλο το βάρος στους ώμους του Άτλαντα, αφήνοντάς τον και πάλι στην ίδια θέση στην οποία τον βρήκε. Για να είμαστε δίκαιοι όμως, αυτός ο άτυχος άντρας δεν φημιζόταν μόνο για την αιώνια καταδίκη του. Ήταν γνωστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο για τις πολλές του γνώσεις σχετικά με τα μυστικά του ουρανού και της θάλασσας και θεωρείται ο πρώτος αστρονόμος που υπήρξε, δίνοντας μάλιστα στον Ατλαντικό ωκεανό το όνομά του.

Ο Αχιλλέας, που το όνομά του σημαίνει “αυτός που τριγυρίζει θλιμμένος”, ήταν γιος του βασιλιά της Φθίας Πηλέα και μιας θαλασσινής θεότητας, της Θέτιδας. Όταν ήταν ακόμα βρέφος, η μητέρα του τον βούτηξε στα νερά της λίμνης Στύγας για να τον κάνει αθάνατο. Μόνο τη δεξιά του φτέρνα δεν μπόρεσε να βρέξει και έτσι αυτό έμελλε να είναι το μοναδικό του τρωτό σημείο. Ο Πηλέας ανέθεσε στον Κένταυρο Χείρωνα να μεγαλώσει τον γιο του και τον αδελφικό του φίλο, Πάτροκλο, και να τους μάθει την πολεμική τέχνη. Μετά από αυτή την εκπαίδευση, ο αθάνατος νέος πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό των Αχαιών. Όταν όμως, ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, Αγαμέμνονας, άρπαξε με τη βία τη σκλάβα του, την Βρισηίδα, εκείνος πείσμωσε και δεν ήθελε να πολεμήσει ξανά. Έτσι ο στρατός των Αχαιών άρχισε να χάνει μάχες και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να χάσει τον πόλεμο. Κανείς από τους συμπολεμιστές του δεν μπορούσε να μεταπείσει τον θυμωμένο άντρα, ώσπου ο αγαπημένος του φίλος, Πάτροκλος, τού πρότεινε μια λύση. Ζήτησε την πανοπλία του, για να τη φορέσει και να πολεμήσει σαν να είναι εκείνος. Ο Αχιλλέας δέχτηκε και ο Πάτροκλος ξεγέλασε και νίκησε πολλούς εχθρούς. Στη συνέχεια όμως, ο μεταμφιεσμένος νέος κυνήγησε τους υπόλοιπους Τρώες ως τα τείχη της Τροίας, παρόλο που ο Αχιλλέας τον είχε συμβουλέψει να μην το κάνει. Εκεί τον περίμενε ο Έκτορας, που τον αναγνώρισε και τον σκότωσε. Μόλις ο Αχιλλέας έμαθε τα νέα, έπεσε σε βαρύ πένθος. Έκλαιγε συνέχεια και δεν μπορούσε να συνέλθει. Η μητέρα του η Θέτιδα τον άκουσε, βγήκε από τη θάλασσα και πήγε στο εργαστήρι του Ηφαίστου. Ζήτησε από τον θεό να φτιάξει καινούρια πανοπλία, την οποία έδωσε η ίδια στον γιο της. Τότε, ο Αχιλλέας αποφάσισε να πάρει εκδίκηση για τον χαμό του φίλου του. Συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα και ρίχτηκε ξανά στη μάχη, σκοτώνοντας πολλούς Τρώες. Έχασε και ο ίδιος τη ζωή του όμως από ένα δηλητηριασμένο βέλος του Πάρη που τον πέτυχε στη φτέρνα. Γι’ αυτόν τον λόγο, το αδύνατο σημείο κάθε ανθρώπου συνηθίζουμε μέχρι σήμερα να το ονομάζουμε “αχίλλειο πτέρνα”.

Λέγεται πως η πιο όμορφη γυναίκα της ελληνικής μυθολογίας ήταν, χωρίς αμφιβολία, η θεά Αφροδίτη. Κι όμως! Υπήρχε μια θνητή κοπέλα, που την ξεπερνούσε στην ομορφιά. Το όνομά της ήταν Ψυχή και όπως ήταν φυσικό, μόλις η θεά έμαθε για την ύπαρξη της Ψυχής, θύμωσε πολύ. Έστειλε τότε τον γιο της, τον φτερωτό θεό Έρωτα, να χτυπήσει με τα βέλη του όλους τους άντρες, για να μην ερωτευτούν ποτέ την κοπέλα. Κατά λάθος όμως, ο Έρωτας χτυπήθηκε ο ίδιος από τα δηλητηριασμένα βέλη του και αγάπησε το όμορφο κορίτσι. Η Ψυχή, από την άλλη πλευρά, ήταν στεναχωρημένη γιατί τα χρόνια περνούσαν και δεν είχε βρεθεί ακόμη αυτός που θα γινόταν σύζυγός της. Προκειμένου να δοθεί λύση στο πρόβλημα, οι γονείς της επισκέφθηκαν το μαντείο των Δελφών. «Η κόρη σας θα παντρευτεί έναν αθάνατο. Αλλά, θα πρέπει πρώτα να ντυθεί νύφη και να περιμένει στην κορυφή ενός βουνού έναν δράκο» τούς είπε η Πυθία. Έτσι κι έγινε. Ο άνεμος Ζέφυρος όμως, λυπήθηκε την Ψυχή, την πήρε από το βουνό και την μετέφερε στο υπέρλαμπρο παλάτι του θεού Έρωτα. Τότε, ο φτερωτός θεός άρχισε να επισκέπτεται κάθε βράδυ την αγαπημένη του, χωρίς ποτέ να της δείχνει το πρόσωπό του. Οι νύχτες κυλούσαν ήρεμα, ώσπου οι αδελφές της Ψυχής ζήλεψαν που η αδελφή τους ζούσε μέσα στην πολυτέλεια και της είπαν ψέμματα πως ο άντρας που την επισκέπτεται είναι ο δράκος του χρησμού. Τρομαγμένη τότε η Ψυχή, πήρε ένα μαχαίρι και ένα κερί και περίμενε τον νέο για να τον σκοτώσει. Το φως του κεριού όμως, αποκάλυψε την πραγματική μορφή του άντρα και η Ψυχή ξαφνιασμένη έριξε σταγόνες από το κερί πάνω στον Έρωτα, ο οποίος τρόμαξε πολύ και έφυγε. Απαρηγόρητη η νέα τον έψαχνε παντού, αλλά δεν μπορούσε να τον βρει γιατί η μητέρα του τον είχε φυλακίσει. Με δάκρυα στα μάτια, η όμορφη κοπέλα ζήτησε από την Αφροδίτη να ελευθερώσει τον αγαπημένο της, αλλά για να εκπληρωθεί η επιθυμία της, η θεά της ανέθεσε κάποιες δύσκολες δοκιμασίες, τις οποίες τελικά εκτέλεσε με επιτυχία. Μετά από όλα αυτά, ο Δίας συγκινήθηκε από την αγάπη των δύο νέων και έκανε την Ψυχή αθάνατη, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ζήσουν για πάντα μαζί αγαπημένοι.

Ένα περίεργο πλάσμα γεννήθηκε πριν από πάρα πολλά χρόνια σε ένα δάσος αλλά και μέσα στη φαντασία των ανθρώπων. Μισός άνθρωπος και μισός τράγος, με κέρατα στο κεφάλι και μυτερά αυτιά ο Πάνας, που το όνομά του σχετίζεται και με τη λέξη “πανικός”, δεν άρεσε ιδιαίτερα στη μητέρα του, η οποία τον εγκατέλειψε αμέσως μόλις τον γέννησε. Για καλή του τύχη περιμαζεύτηκε από τον θεό Ερμή και μεταφέρθηκε στον Όλυμπο, όπου βρήκε την αποδοχή από τους υπόλοιπους θεούς. Από εκεί κι έπειτα μεγάλωσε μέσα στη φύση. Οι σπηλιές ήταν το σπίτι του, στα βουνά έτρεχε και έπαιζε, κάτω από τη σκιά των δέντρων ξεκουραζόταν και από τα νερά των ποταμών έπινε γάργαρο νερό. Συνήθιζε να βόσκει πρόβατα και έγινε ειδικός στο κυνήγι. Γι’ αυτό και η Άρτεμις, όταν χρειάστηκε να προμηθευτεί κάποια κυνηγόσκυλα, ζήτησε τη συμβουλή του. Όμως η θεά του κυνηγιού δεν ήταν η μόνη που βοηθήθηκε από τον Πάνα. Ο θεός Απόλλωνας επίσης έμαθε από αυτόν την μαντική τέχνη. Η πιο δυνατή σχέση που ανέπτυξε ο δύσμορφος θεός όμως ήταν με τον Διόνυσο. Από τότε που γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι δεν άφηναν γλέντι για γλέντι. Μαζί διασκέδαζαν, έπιναν κρασί και γελούσαν μέχρι το πρωί. Μια μέρα που ξεκουραζόταν από κάποιο γλέντι του ο Πάνας είδε μια όμορφη Νύμφη, τη Σύριγγα και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Εκείνη όμως δεν ήθελε ούτε να τον δει στα μάτια της και έτρεξε να κρυφτεί για να τον αποφύγει. Ο Πάνας την κυνήγησε για να την κάνει δικιά του, μα μόλις κατάφερε να πιάσει την άκρη των μαλλιών της εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά και η παλάμη του γέμισε με κομμάτια από καλάμια. Απαρηγόρητος ο Πάνας πήρε τα καλάμια, έφτιαξε έναν αυλό και με αυτόν έπαιζε μουσική κάθε φορά που ένιωθε μοναξιά. Και τότε συνέβαινε κάτι θαυμαστό. Από το πουθενά εμφανίζονταν οι Νύμφες και χόρευαν κυκλικά υπό τους ήχους αυτής της μουσικής. Έτσι αυτός ο παραμελημένος θεός μπορούσε να βρίσκει συντροφιά, να μην αισθάνεται μόνος και να ζωγραφίζεται και πάλι το χαμόγελο στα χείλη του.

Ο ήρωας που χάρη στο μίσος της Ήρας απέκτησε κλέος, δηλαδή δόξα, ονομάζεται Ηρακλής. Ημίθεος, γιος του Δία και της Αλκήνης, έπεσε θύμα της βασίλισσας των θεών, η οποία έφτασε στο σημείο να τον τρελάνει, με αποτέλεσμα το κακόμοιρο παλικάρι να κάνει κακό στην οικογένειά του. Όταν το συνειδητοποίησε, το μαντείο των Δελφών του είπε πως για να εξιλεωθεί για τις άσχημες πράξεις του, έπρεπε να υπηρετήσει τον ξάδελφό του, βασιλιά Ευρυσθέα για δώδεκα χρόνια. Δυστυχώς όμως ο Ευρυσθέας δεν έβλεπε με καλό μάτι τον συγγενή του. Γι' αυτό του ανέθεσε δώδεκα δοκιμασίες, τους γνωστούς άθλους, με απώτερο σκοπό την εξόντωσή του. Και τι δεν έκανε ο Ηρακλής! Πάλεψε με το λιοντάρι της Νεμέας, το έπνιξε με γυμνά χέρια, το έγδαρε, φόρεσε τη λεοντή του και την έκανε αναπόσπαστο κομμάτι του ρωμαλέου του look. Δεν ζαλίστηκε καθόλου από τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που διπλασιάζονταν κάθε φορά που κόβονταν με σπαθί, αλλά σκέφτηκε να τα κάψει με φωτιά, ώστε να μην δημιουργηθούν άλλα. Λαχάνιασε κυνηγώντας επί ένα χρόνο το άπιαστο ελάφι της θεάς Άρτεμις με τα χρυσά κέρατα και τις χάλκινες οπλές, μα στο τέλος κατάφερε να το πιάσει. Ζωντανό αιχμαλώτισε και το αγριογούρουνο του Ερύμανθου. Κατάφερε μέσα σε μία μέρα να καθαρίσει τους επί τριάντα χρόνια βρώμικους στάβλους του βασιλιά Αυγεία, στρέφοντας μέσα σε αυτούς τα νερά των ποταμών Αλφειού και Πηνειού. Με σημάδι που θα το ζήλευε ο πιο φημισμένος σκοπευτής εξόντωσε με τα βέλη του τις Στυμφαλίδες όρνιθες στην ομώνυμη λίμνη. Έπιασε τον ταύρο της Κρήτης και εξημέρωσε τα ανθρωποφάγα άλογα του βασιλιά Διομήδη. Άρπαξε τη δερμάτινη ζώνη της Ιππολύτης, της βασίλισσας των Αμαζόνων. Απήγαγε τα κόκκινα βόδια του γίγαντα Γηρυόνη. Πήρε τα μήλα των Εσπερίδων, που τα φυλούσε ένας ακοίμητος δράκοντας με εκατό κεφάλια και στο τέλος έπιασε τον Κέρβερο, τον σκύλο που φύλαγε τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Μετά από όλα αυτά, ο Ηρακλής ήταν πλέον ελεύθερος και είχε εξιλεωθεί για τα σφάλματά του. Στη συνέχεια της ζωής του συμφιλιώθηκε με την Ήρα και ανεβηκε στον Όλυμπο για να ζήσει για πάντα εκεί ευτυχισμένος μαζί με τους θεούς.

Μεγάλη μοναξιά ένιωθαν οι θεοί στον Όλυμπο και μία μέρα, εκεί που έτρωγαν και έπιναν, αποφάσισαν να γίνουν λίγο πιο δημιουργικοί. Φόρεσαν τα ρούχα της δουλειάς, πήραν φωτιά και χώμα και έφτιαξαν τα ζώα και τους ανθρώπους. Μετά, ανέθεσαν στον Τιτάνα Επιμηθέα να δώσει χαρίσματα στα δημιουργήματά τους. Αυτός προίκισε όλα τα ζώα με πλήθος από προσόντα όπως δύναμη, ταχύτητα, τρίχωμα, φτερά και νύχια, αλλά όταν έφτασε η ώρα των ανθρώπων, δεν είχε μείνει απολύτως τίποτα για να τους δώσει. Βλέποντας τους ανθρώπους γυμνούς και απροστάτευτους, ανίκανους να επιβιώσουν, ο αδελφός του Επιμηθέα, ο Προμηθέας, από τη μεγάλη του αγάπη για αυτούς, πήρε μια γενναία απόφαση. Πήγε κρυφά στο εργαστήρι του Ηφαίστου και έκλεψε τη φωτιά, που μέχρι εκείνη τη στιγμή την είχαν μόνο οι θεοί. Την παρέδωσε στους ανθρώπους και τους έμαθε να τη χρησιμοποιούν και να φτιάχνουν εργαλεία. Τους δίδαξε μαθηματικά, αστρονομία, φαρμακευτική, πώς να κατασκευάζουν σπίτια και καράβια και πώς να βγάζουν μεταλλεύματα από τη γη. Ακόμη, τους είπε πως αν ήθελαν να έχουν τους θεούς με το μέρος τους θα έπρεπε να κάνουν θυσίες σε αυτούς. Εκείνος όμως δεν κατάφερε να τα έχει καλά με τους θεούς, αφού ο Δίας θύμωσε πάρα πολύ μαζί του για την κλοπή και διέταξε να τον δέσουν με γερές αλυσίδες σε μία κορυφή του Καυκάσου. Επί τριάντα χρόνια, κάθε μέρα σε συγκεκριμένη ώρα ο αρχηγός των θεών έστελνε έναν αετό να τρώει το συκώτι του δύστυχου Τιτάνα, το οποίο καθημερινά γιατρευόταν και ξαναγινόταν τροφή για το πτηνό. Το μαρτύριο έμοιαζε να είναι ατέλειωτο μέχρι τη στιγμή που πέρασε από το σημείο ο φημισμένος Ηρακλής. Έμεινε έκπληκτος από το θέαμα που αντίκρισε, λυπήθηκε και ελευθέρωσε τον Προμηθέα από τα δεσμά του, ενώ στο τέλος της ζωής του ο Προμηθέας δέχτηκε ένα ανέλπιστο δώρο. Ο Κένταυρος Χείρωνας, ζήτησε από τον Δία να γίνει θνητός επειδή δεν άντεχε τον πόνο από το δηλητηριασμένο βέλος με το οποίο τον είχε χτυπήσει ο Ηρακλής. Έτσι, ο Δίας πήρε την αθανασία από τον Κένταυρο, την έδωσε στον Προμηθέα και τον υποδέχτηκε στον Όλυμπο για να κατοικήσει για πάντα μαζί με τους υπόλοιπους θεούς.

Αν πηγαίνατε μαζί σχολείο, θα ήταν η αγαπημένη σου συμμαθήτρια. Με τις γνώσεις και την ευστροφία της θα ήταν πολύτιμη βοηθός και συμπαραστάτριά σου, ενώ στη σάκα της σίγουρα θα φιγουράριζε μια κουκουβάγια, που αποτελούσε το σύμβολό της. Ο λόγος για τη θεά Αθηνά, προστάτιδα της σοφίας, της στρατηγικής, του πολέμου και της ειρήνης. Πατέρας της ήταν ο Δίας και μητέρα της η Μήτις, η οποία όμως δεν πρόλαβε να δει την κόρη της να γεννιέται. Από φόβο μήπως εκπληρωθεί ένας χρησμός που προέβλεπε ότι η Μήτις θα γεννούσε έναν τόσο δυνατό γιο που θα γινόταν βασιλιάς των θεών, ο Δίας κατάπιε τη γυναίκα του και μαζί το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Σύντομα όμως, αισθάνθηκε ανυπόφορους πονοκεφάλους, από τους οποίους δεν μπορούσε να ησυχάσει. Τη λύση έδωσε ο Ήφαιστος, που με ένα σφυρί χτύπησε το κεφάλι του Δία και αμέσως εμφανίστηκε μπροστά τους η θεά Αθηνά, φορώντας τη στολή της, την περικεφαλαία της και κρατώντας μια ασπίδα από δέρμα κατσίκας, την αιγίδα. Αμέσως, πέταξε τα όπλα της στα πόδια του Δία, δείχνοντας την υποταγή της σε αυτόν και έγινε η αγαπημένη του κόρη. Την ίδια καλή σχέση όμως, δεν είχε με τον Ποσειδώνα, με τον οποίο συγκρούστηκαν για το ποιος από τους δύο θα γινόταν προστάτης της πόλης της Αθήνας. Οι κάτοικοι της περιοχής θα έβγαζαν νικητή αυτόν που θα πρόσφερε στην πόλη το πιο ωραίο δώρο. Χτύπησε τότε ο θεός της θάλασσας με την τρίαινά του μία πλευρά ενός λόφου και ξεπήδησε άφθονο νερό. Οι Αθηναίοι εντυπωσιάστηκαν, αλλά όταν το δοκίμασαν, διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να το πιουν γιατί ήταν πολύ αλμυρό. Η Αθηνά από την άλλη πλευρά, χτύπησε το δόρυ της στο έδαφος και αμέσως φύτρωσε μία περήφανη ελιά γεμάτη καρπούς. Οι κάτοικοι ενθουσιάστηκαν με το δώρο της, αφού με τη βοήθειά του θα μπορούσαν να έχουν τροφή, λάδι και ξυλεία. Έτσι, έδωσαν στην πόλη τους το όνομα της θεάς και της αφιέρωσαν έναν σπουδαίο ναό, τον Παρθενώνα. Τέλος, για να την τιμήσουν, οργάνωναν κάθε τέσσερα χρόνια μια μεγάλη δεκαήμερη γιορτή προς τιμήν της, τα Παναθήναια, που περιελάμβανε αγώνες, χορούς και λαμπαδηδρομίες.

Αν είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε μια βόλτα στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα πολλά και διαφορετικά σπίτια που έχτιζαν οι άνθρωποι τότε. Μικρές και μεγάλες οικίες, με λίγα ή περισσότερα δωμάτια, αλλά και με ένα πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο, την ιερή φωτιά που έκαιγε συνέχεια στο κέντρο κάθε κατοικίας. Αυτό το ιερό πυρ ήταν αφιερωμένο στη θεά του σπιτιού και της οικογένειας, την φιλάνθρωπη Εστία, που τον καλό της χαρακτήρα ζήλευαν θεοί και άνθρωποι. Η πιο φιλήσυχη από όλες τις θεές του Ολύμπου ήταν η πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας και παρέμεινε για όλη της τη ζωή στο ιερό βουνό, χωρίς να σκεφτεί ποτέ να φύγει και χωρίς ούτε μία φορά να πάρει μέρος σε πολέμους, συγκρούσεις και μάχες. Εκτός όμως από την καλοκάγαθη ψυχή της, η Εστία είχε απαράμιλλη ομορφιά στο σώμα και στο πρόσωπό της. Συχνά φορούσε ένα μακρύ φόρεμα στο καλίγραμμο κορμί της, ενώ ένα διάφανο πέπλο στόλιζε τα μεταξένια της μαλλιά. Ιερό της χρώμα ήταν το λευκό και για σύμβολά της είχε το πέπλο, τη φωτιά και τον πύρινο κύκλο. Λόγω της αγνότητας και της γοητείας της δεν ήταν λίγοι αυτοί που ήθελαν να την παντρευτούν. Εκείνη όμως δεν είχε την επιθυμία για κάτι τέτοιο. Έτσι, αρνήθηκε πολλές προτάσεις γάμου, ανάμεσα στις οποίες και αυτές του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα, που την είχαν ερωτευτεί. Ο Δίας από την άλλη πλευρά, βλέποντας την αξία της θεάς, αποφάσισε να την τιμήσει, δίνοντάς της την πιο σημαντική θέση μέσα σε κάθε σπίτι και χρίζοντάς την προστάτιδα της κατοικίας και της φιλοξενίας. Εκτός όμως, από τη φωτιά που έκαιγε στο κέντρο κάθε σπιτικού, όλες οι πόλεις είχαν και την κοινή τους εστία. Από αυτό το σημείο έπαιρναν φωτιά όλοι εκείνοι που θα ξεκινούσαν κάποιον πόλεμο ή ήθελαν να κάνουν αποικία σε άλλη πόλη. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο πόλεις συνδέονταν στενά μεταξύ τους και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Άλλωστε, η Εστία χαιρόταν να βλέπει τους ανθρώπους μονοιασμένους και χαρούμενους, ικανούς να μπορούν να ζήσουν τη ζωή τους με ειρήνη και αγάπη.

Πριν πολλά χρόνια, ένα ζευγάρι σανδάλια και ένα σπαθί βρίσκονταν κάτω από έναν βράχο στην περιοχή της Τροιζήνας. Αυτά πήρε ο Θησέας όταν ενηλικώθηκε για να πάει να συναντήσει για πρώτη φορά τον πατέρα του τον Αιγέα, που ήταν βασιλιάς της Αθήνας. Όταν έφτασε εκεί, ο πατέρας του τον αναγνώρισε από τον οπλισμό του και τον έσφιξε στην αγκαλιά του με μεγάλη χαρά. Την περίοδο εκείνη όμως οι Αθηναίοι έπρεπε να εκπληρώσουν μια θλιβερή υποχρέωση που σχετιζόταν με ένα γεγονός που είχε συμβεί πριν κάποια χρόνια. Ο γιος του βασιλιά της Κρήτης, του Μίνωα, είχε πάρει μέρος στα Παναθήναια και νίκησε σε κάποιους αγώνες. Οι Αθηναίοι από ζήλια τον σκότωσαν. Στη συνέχεια ο Μίνωας πολέμησε μαζί τους, τους νίκησε και τους υποχρέωσε κάθε χρόνο να στέλνουν στο νησί εφτά νέους και εφτά νέες, για να μπαίνουν μέσα σε έναν λαβύρινθο. Εκεί χάνονταν και καταβροχθίζονταν από ένα ανθρωποφάγο τέρας, τον Μινώταυρο, που ήταν μισός ταύρος και μισός άνθρωπος. Ο Θησέας αποφάσισε να είναι ένας από τους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη. Ήθελε να σκοτώσει αυτό το αμείλικτο πλάσμα με τα ίδια του τα χέρια. Ο πατέρας του τον αποχαιρέτησε λυπημένος και τον προέτρεψε στην επιστροφή τους να βάλουν άσπρα πανιά στο πλοίο τους, αν η αποστολή τους ήταν επιτυχής. Σε αντίθετη περίπτωση τα πανιά να συνέχιζαν να είναι μαύρα, όπως τη στιγμή που ξεκινούσαν για το ταξίδι. Στην Κρήτη ο Θησέας γνώριστηκε με την κόρη του βασιλιά Μίνωα, την Αριάδνη και οι δύο τους ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Η Αριάδνη έδωσε στον Θησέα ένα μεγάλο κουβάρι με κλωστή για να να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου, να το ξετυλίγει και έτσι να μπορέσει να βρει την έξοδο μετά. Ο θαρραλέος νέος βρήκε τον Μινώταυρο, πάλεψε μαζί του και τον νίκησε. Ακολούθησε την κλωστή και βγήκε από τον δαιδαλώδη λαβύρινθο. Χαρούμενοι οι Αθηναίοι, έχοντας πλέον μαζί τους και την Αριάδνη, πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ξεχνώντας όμως να αλλάξουν τα πανιά του πλοίου από μαύρα σε άσπρα. Δυστυχώς, ο Αιγέας, που είδε από μακριά το πλοίο να πλησιάζει, νόμιζε πως ο γιος του είχε σκοτωθεί. Από τη μεγάλη του στεναχώρια έπεσε στη θάλασσα, πνίγηκε και από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε Αιγαίο πέλαγος.

“Θα αποκτήσεις κόρη αλλά θα σκοτωθείς από τον εγγονό σου!” είπε η Πυθία στον βασιλιά του Άργους, Ακρίσιο, και αυτός αμέσως διέταξε να κλείσουν την κόρη του, Δανάη, σε ένα σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο, ώστε να μην έχει επαφή με τον έξω κόσμο. Ο Δίας όμως θαμπώθηκε από την ομορφιά της, τρύπωσε στον χώρο της μεταμφιεσμένος σε χρυσή βροχή και από το σμίξιμό τους γεννήθηκε ο Περσέας. Μόλις ο Ακρίσιος αντιλήφθηκε την ύπαρξη του εγγονού του, οργισμένος έδωσε διαταγή να κλείσουν μητέρα και γιο σε μια λάρνακα και να τη ρίξουν στη θάλασσα. Για μερόνυχτα οι δυο τους ταξίδευαν στα άγρια κύμματα, μέχρι που έφτασαν στη Σέριφο. Εκεί τους βρήκε ένας ψαράς, ο Δίκτυς. Τους πήρε στο σπίτι του και τους φρόντισε σαν να ήταν οικογένειά του, ώσπου μια μέρα ο τύραννος Πολυδέκτης είδε τη Δανάη και την ερωτεύτηκε. Επειδή όμως την ήθελε μόνο για τον εαυτό του, ανέθεσε στον Περσέα έναν επικίνδυνο άθλο. Του είπε να φέρει το κεφάλι της γοργόνας Μέδουσας, από το οποίο κρέμονταν ζωντανά φίδια που όποιος τα κοιτούσε μεταμορφωνόταν αμέσως σε πέτρα. Με την ασπίδα της θεάς Αθηνάς και το σπαθί του Ερμή, ο Περσέας έφτασε στην κρυψώνα της γοργόνας, πήρε το κεφάλι της και έφυγε αόρατος, χάρη στο κράνος που του είχε χαρίσει ο θεός Άδης. Στο δρόμο της επιστροφής απελευθέρωσε μια αλυσοδεμένη κοπέλα, την Ανδρομέδα, και την πήρε μαζί του στη Σέριφο. Εκεί, ο Πολυδέκτης αντίκρισε το κεφάλι της Μέδουσας και αμέσως πέτρωσε. Τότε, ο Περσέας αποφάσισε να κάνει βασιλιά του νησιού τον Δίκτυ και μαζί με τη Δανάη και τη γυναίκα του, Ανδρομέδα, πήραν το δρόμο της επιστροφής για το Άργος. Πριν φτάσουν εκεί, σταμάτησαν για λίγο στη Λάρισα και ο νέος αποφάσισε να λάβει μέρος στους τοπικούς αγώνες δισκοβολίας. Έριξε όμως με πολύ δύναμη τον δίσκο μακριά, με αποτέλεσμα να σκοτώσει έναν θεατή. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον παππού του, τον Ακρίσιο, που είχε καταφύγει στη Λάρισα για να γλυτώσει από την επιστροφή του Περσέα. Με αυτόν τον τρόπο εκπληρώθηκε ο παλιός χρησμός της Πυθίας και επιβεβαιώθηκε περίτρανα το γνωμικό “το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον”!

Κάπου στις καταπράσινες πλαγιές του Πηλίου ο Κένταυρος Χείρωνας είχε αναλάβει την εκπαίδευση ενός μικρού αγοριού που είχε βασιλική καταγωγή, του γενναίου Ιάσονα. Πατέρας του Ιάσονα ήταν ο Αίσονας, βασιλιάς της Ιωλκού, ο οποίος όμως έχασε τον θρόνο από τον αδελφό του, Πελία. Από φόβο μήπως o Πελίας κάνει κακό στον Ιάσονα, ο Αίσονας διέδωσε πως ο γιος του πέθανε και έτσι το παιδί μεγάλωσε μακριά από τους γονείς του. Όταν ο μικρός ενηλικιώθηκε, ξεκίνησε για να πάει στην Ιωλκό, ώστε να πάρει τον θρόνο από τον θείο του. Στον δρόμο συνάντησε μια γριά γυναίκα που του ζήτησε να την περάσει στην απέναντι όχθη ενός ποταμού. Ο Ιάσονας το έκανε με προθυμία, χάνοντας όμως το ένα του σανδάλι μέσα στα ορμητικά νερά. Μόλις οι δυο τους έφτασαν στην απέναντι όχθη, η γυναίκα τού αποκάλυψε πως δεν ήταν άλλη από τη θεά Ήρα και από εκείνη τη στιγμή έγινε προστάτιδά του. Στην Ιωλκό, ο Πελίας αναγνώρισε από μακριά τον ανιψιό του και αμέσως τον έπιασε τρόμος ότι θα έβγαινε αληθινή μια προφητεία που έλεγε πως έπρεπε να προσέχει έναν μονοσάνδαλο συγγενή του. Έτσι, με σκοπό να τον εξοντώσει, ανέθεσε στον Ιάσονα έναν δύσκολο άθλο. Έπρεπε να φέρει από την Κολχίδα το χρυσόμαλλο δέρας, δηλαδή το δέρμα ενός κριαριού που το φύλαγε νύχτα μέρα ένας ακοίμητος δράκος. Η εκστρατεία του Ιάσονα προς την Κολχίδα ονομάστηκε Αργοναυτική και σε αυτήν πήραν μέρος πολλοί ήρωες, ανάμεσά τους και ο Ηρακλής. Φτάνοντας στην Κολχίδα, ο βασιλιάς της, ο Αιήτης είπε πως θα έδινε το χρυσόμαλλο δέρας στον Ιάσονα αν ο νέος κατάφερνε να οργώσει ένα χωράφι με τη βοήθεια δύο βοδιών που έβγαζαν φωτιές από τα ρουθούνια τους, να σπείρει δόντια δράκου και να σκοτώσει τους οπλισμένους γίγαντες που θα έβγαιναν από τη γη. Ο Ιάσονας εκτέλεσε τη δοκιμασία με τη βοήθεια της κόρης του Αιήτη, της μάγισσας Μήδειας, που είχε ερωτευτεί τον όμορφο νέο. Στη συνέχεια η Μήδεια με τα μάγια της κοίμησε τον φοβερό δράκο και ο Ιάσονας κατάφερε να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας. Οι δυο τους ταξίδεψαν μαζί πίσω στην Ιωλκό, έδιωξαν τον σκληρόκαρδο Πελία από τον θρόνο και έζησαν ως βασιλικό ζευγάρι με όλες τις τιμές.

Δεν υπάρχει πιο πολυμήχανος ήρωας στην ελληνική μυθολογία από τον ξακουστό Οδυσσέα, βασιλιά της Ιθάκης, σύζυγο της Πηνελόπης και πατέρα του Τηλέμαχου. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς πολεμιστές των Αχαιών στον Τρωικό Πόλεμο και ήταν αυτός που εμπνεύστηκε ένα πονηρό σχέδιο για να κατατροπώσουν τους Τρώες. Πρότεινε στους συμπολεμιστές του να κατασκευάσουν ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, που στο κούφιο εσωτερικό του θα κρύβονταν μερικοί Αχαιοί. Στη συνέχεια αυτή η κατασκευή θα τοποθετούνταν έξω από τα τείχη της Τροίας και οι υπόλοιποι Αχαιοί θα κρύβονταν στα πλοία τους. Έτσι κι έγινε. Όταν οι Τρώες είδαν τον Δούρειο Ίππο θεώρησαν πως είναι δώρο προς τη θεά Αθηνά και το πήραν μέσα στην πόλη τους για να το σύρουν στο ψηλότερο σημείο της. Το βράδυ όμως, οι πάνοπλοι Αχαιοί βγήκαν από την κρυψώνα τους, πολέμησαν με τους ανυποψίαστους Τρώες, λεηλάτησαν την Τροία και την κατέλαβαν, γράφοντας το τέλος του Τρωικού Πολέμου. Οι θεοί βλέποντας ότι ο Οδυσσέας ήταν υπεύθυνος για αυτή την καταστροφή θέλησαν να τον τιμωρήσουν, καθυστερώντας την επιστροφή του στην πατρίδα του. Δέκα ολόκληρα χρόνια περιπλανήθηκε αυτός ο δύσμοιρος ήρωας, περνώντας από χίλια δυο μέρη. Και τι δεν είδε! Συνάντησε τους άγριους Κίκονες. Επισκέφθηκε τη χώρα των Λωτοφάγων, όπου βρίσκονταν τα φρούτα που είχαν την ιδιότητα να σε κάνουν να ξεχνάς τους δικούς σου ανθρώπους. Αντιμετώπισε τον ανθρωποφάγο Κύκλωπα Πολύφημο. Φιλοξενήθηκε από τον Αίολο, τον θεό των ανέμων. Γνώρισε τη μάγισσα Κίρκη που μεταμόρφωσε τους συντρόφους του σε γουρούνια. Πέρασε από τα επικίνδυνα στενά των Σειρήνων και της Σκύλας με τη Χάρυβδη. Έφτασε στο νησί του Ήλιου, στο νησί των Λαιστρυγόνων, στο νησί της Νύμφης Καλυψώς, αλλά και στο νησί των Φαιάκων, όπου βασίλευε ο βασιλιάς Αλκίνοος. Πέρασε ακόμη και από τον Κάτω Κόσμο! Στο τέλος όμως, μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία, έφτασε επιτέλους στην αγαπημένη του Ιθάκη, αντιμετώπισε τους επίδοξους μνηστήρες της όμορφης γυναίκας του και κατάφερε να ζήσει μαζί της χαρούμενος και ευτυχισμένος.

Εκείνο το κρύο βροχερό χειμωνιάτικο πρωινό η Ήρα δεν μπορούσε να ησυχάσει από τις έντονες σκέψεις της. Τίποτα δεν την κρατούσε μέσα στο σπίτι. Γι’ αυτό αποφάσισε, παρά τη βροχή, να βγει έξω για μια βόλτα μήπως και κατάφερνε να ξεχαστεί και να ηρεμήσει. Το μυαλό της βασάνιζε διαρκώς η πρόταση που της είχε κάνει ο αδελφός της, ο Δίας. Ήθελε, λέει, να την κάνει γυναίκα του και να ζήσουν μαζί παντρεμένοι. Εκείνη αρνήθηκε με θάρρος και αποφασιστικότητα, αλλά δεν ήξερε τι θα μπορούσε να σκαρφιστεί αυτός ο παντοδύναμος θεός για να την μεταπείσει. Την ώρα που η σκεφτική θεά περνούσε κάτω από ένα πελώριο πυκνόφυλλο δέντρο που στα φύλλα του έσταζαν αργά οι σταγόνες της βροχής, ένα πλασματάκι έπεσε από τον ουρανό και προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια της. Σαστισμένη η όμορφη νέα αντίκρυσε στο έδαφος έναν μικρό πληγωμένο κούκο. Αμέσως έσκυψε, πήρε στα χέρια της το απροστάτευτο πουλάκι και άρχισε να το χαϊδεύει για να το ζεστάνει και να το ηρεμήσει. Ο κούκος έδειχνε να απολαμβάνει τη φροντίδα της θεάς και εκείνη ξέχασε για μια στιγμή τα σημαντικά ζητήματα που την απασχολούσαν. Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι απρόσμενο που έκανε την Ήρα να τραβηχτεί προς τα πίσω κατατρομαγμένη. Το μικρό πτηνό άρχισε να αλλάζει μορφή και πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε πως δεν ήταν άλλος από τον Δία, ο οποίος με αυτό το κόλπο ήθελε να αλλάξει τη γνώμη της αδελφής του. Εκείνη, βλέποντας τη μεγάλη του δύναμη, δεν μπόρεσε να αντισταθεί περισσότερο και δέχτηκε να τον παντρευτεί και να γίνει δίπλα του η βασίλισσα των θεών και των ανθρώπων, αλλά και η προστάτιδα του γάμου. Απέκτησε διάφορα σύμβολα, όπως το παγώνι, το ρόδι και το βασιλικό σκήπτρο, ενώ ιερά της χρώματα ήταν το σμαραγδί και το γαλάζιο. Παρότι η Ήρα ήταν πιστή σύζυγος και όμορφη γυναίκα, ο Δίας πολλές φορές την έκανε να ζηλεύει και έτσι αυτή η θεά σκαρφιζόταν τα πάντα για να κρατήσει κοντά της τον σύζυγό της και να εκδικηθεί όποια γυναίκα τον πλησίαζε. Έτσι, έμεινε στην ιστορία ως η πιο ζηλιάρα και εκδικητική γυναίκα της ελληνικής μυθολογίας.

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί αλλάζουν οι εποχές; Τι συμβαίνει και ο βαρύς χειμώνας δίνει τη θέση του στην ολάνθιστη άνοιξη ή το καυτό καλοκαίρι στο βροχερό φθινόπωρο; Τέτοιες σκέψεις βασάνιζαν και τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι απέδωσαν αυτή την καιρική αλλαγή στη θεά των σιτηρών και της γεωργίας, τη Δήμητρα, η οποία είχε μια κόρη, την όμορφη Περσεφόνη. Ένα πρωινό, εκεί που η Περσεφόνη έπαιζε μαζί με τις Νύμφες, τις κόρες του Ωκεανού, στα λιβάδια και μάζευε λουλούδια, την είδε ο Άδης, ο θεός του Κάτω Κόσμου και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Ο αμείλικτος θεός δεν έχασε στιγμή, ανέβηκε στο άρμα του που το έσερναν τρομαχτικά άλογα και, περνώντας δίπλα από την ανυποψίαστη κοπέλα, την άρπαξε και την πήρε μαζί του στο σκοτεινό του βασίλειο. Σαν έφτασε το μεσημέρι, η Δήμητρα άρχισε να αναζητά την κόρη της, αλλά δεν την έβρισκε πουθενά. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες τριγυρνούσε προσπαθώντας να την εντοπίσει, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Τα δάκρυά της πότισαν τη γη και τα μοιρολόγια της έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο. Ο Δίας, βλέποντας τη μεγάλη της λύπη, της αποκάλυψε τι είχε συμβεί, αλλά δεν δέχτηκε να φέρει πίσω την Περσεφόνη. Τότε, η θεά της γης θύμωσε πολύ και έριξε κατάρα στη φύση. Δάση, κάμποι, βουνά μαράθηκαν μεμιάς. Τίποτα δεν άνθιζε και πείνα μεγάλη έπεσε στη γη. Μαθαίνοντας αυτά τα νέα, ο Άδης δέχτηκε να αφήσει την Περσεφόνη να επιστρέψει στη μητέρα της. Όμως, λίγο πριν φύγει, της έδωσε να φάει έξι σπόρους από ένα μαγεμένο ρόδι, για να μην τον ξεχάσει ποτέ. Μόλις η νεαρή κοπέλα ανέβηκε στη γη, η κατάρα λύθηκε. Τα εδάφη άνθισαν και πάλι, τα λιβάδια πρασίνισαν, τα λουλούδια πέταξαν τα πολύχρωμα πέταλά τους και τα βουνά έδιωξαν τη γκρίζα τους όψη. Από εκείνη τη στιγμή, τους μήνες που η Περσεφόνη έμενε μαζί με τη μητέρα της πάνω στη γη, η άνοιξη και το καλοκαίρι έκαναν την εμφάνισή τους. Όταν όμως, ο Άδης την είχε συντροφιά του, τότε κρύο, παγωνιά, βροχή και χιόνι σκέπαζε τον πάνω κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο οι εποχές εναλλάσονταν μεταξύ τους και ο ένας χρόνος έδινε τη θέση του στον επόμενο.

Πυκνό σκοτάδι και κρύο επικρατούσε στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Μία σκοτεινή και αμείλικτη φιγούρα τριγυρνούσε διαρκώς εκεί και περίμενε τις ψυχές των νεκρών για να τις φυλάξει στα υπόγεια δωμάτιά του. Αυτός ο σκληρός και άγριος θεός ήταν ο Άδης, που το όνομά του σπάνια ξεστόμιζαν θεοί και άνθρωποι, από φόβο μήπως τον εξοργίσουν. Αλλιώς τον αποκαλούσαν και Πλούτωνα, επειδή όλες οι πολύτιμες πέτρες και τα μέταλλα βρίσκονται κάτω από τη γη, στο μέρος που ήταν χτισμένο το συννεφιασμένο του παλάτι. Στο κεφάλι του φορούσε πάντα ένα κράνος που του χάρισαν οι Κύκλωπες και είχε την ιδιότητα να τον κάνει αόρατο. Στενός του συνεργάτης ήταν ο Χάροντας, ή αλλιώς Θάνατος, που μέσα στη βάρκα του καρτερούσε στη μία όχθη του ποταμού Αχέροντα τις ψυχές των ανθρώπων που πέθαιναν. Εκεί τους ζητούσε έναν οβολό για να τις περάσει απέναντι, στην άλλη όχθη. Οι συγγενείς των νεκρών συνήθιζαν να βάζουν αυτό το νόμισμα κάτω από τη γλώσσα των αγαπημένων τους ανθρώπων που έφευγαν από τη ζωή. Αν όμως δεν το έκαναν, ο Χάροντας άφηνε αυτούς τους νεκρούς μακριά από το βασίλειο του Άδη για πάντα. Οι “τυχερές” ψυχές, με οδηγό τον Θάνατο, έκαναν τη ζοφερή βαρκάδα τους στα παγωμένα νερά του ποταμού και έφταναν στην πύλη του Κάτω Κόσμου με την ελπίδα να βρουν ανάπαυση. Εκεί όμως τους περίμενε ένας φοβερός και τρομερός σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά φιδιού, ο Κέρβερος, που φυλούσε νύχτα μέρα το σκοτεινό βασίλειο. Αλλά και μέσα στη χώρα του Άδη τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα. Ομίχλη, καταχνιά και μαύρο χρώμα επικρατούσαν στη θλιβερή αυτή χώρα. Τα απέραντα εδάφη της ήταν στολισμένα με νεκρολούλουδα που δεν άνθιζαν ποτέ και που δεν καρποφόρησαν ούτε και όταν κάποια στιγμή ο σκληρός θεός συγκινήθηκε από τον έρωτα δύο νέων ανθρώπων, του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Το ζευγάρι αυτό ήθελε να ζήσει ενωμένο, αλλά η Ευριδίκη σκοτώθηκε. Τότε, ο Ορφέας τη ζήτησε από τον Άδη και εκείνος δέχτηκε να του την δώσει με τον όρο ο νεαρός να μην την αντικρίσει μέχρι να ανεβούν στη γη. Αυτός όμως δεν άντεξε, την κοίταξε και έτσι από τη μία πλευρά οι δύο νέοι χωρίστηκαν για πάντα και από την άλλη πλευρά αυτή η μοναδική καλή πράξη του Πλούτωνα βάφτηκε με σκούρα χρώματα και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.